κερκίδιον

κερκίδιον
κερκίδιον, τὸ (ΑΜ)
(υποκορ. τού κερκίς)
μικρή κερκίδα, μικρή σαΐτα υφαντικής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κερκίδιον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Parkinsonia florida — Blühende Parkinsonia florida Systematik Eurosiden I Ordnung: Schmetterlingsblütenartige (Fa …   Deutsch Wikipedia

  • κερκίδα — I (Αρχαιολ.). Όρος της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής, που αναφέρεται στα τμήματα σφηνοειδούς μορφής του κοίλου των αρχαίων ελληνικών θεάτρων, που περιλάμβαναν τα καθίσματα για τους θεατές. Οι κ. διαχωρίζονταν οριζόντια με τα διαζώματα (τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”